- ἐνσωματίζω
- ἐνσωμᾰτ-ίζω,A = -όω, Herm. ap. Stob.1.49.69 ([voice] Pass.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐνσωματισθεῖσαι — ἐνσωματίζω aor part pass fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνσωματισθῆναι — ἐνσωματίζω aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)